ΤΟ ΜΗΤΡΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΙΣ ΜΗΤΡΙΔΕΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΛΥΜΝΙΟΥ
Οι «Μητρίδες» είναι η πιο πρόσφατη και ίσως η πιο πολύσημη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Καλυμνιού. Όπως όλα τα έργα του, οι «Μητρίδες» είναι πολύπτυχες, διφορούμενες και συχνά, αντιφατικές. Ως αποτέλεσμα, πλαισιώνουν έναν κύκλο αφήγησης, συνεχίζοντας από τις παλαιότερες συλλογές του, που προέρχονται κυρίως από τις ρήξεις και τις ρωγμές της ιστορικής διαχρονικότητας και την συνύπαρξη διάφορων εποχών. Αυτό το καλειδοσκόπιο εποχών και γλωσσών αποτελεί σημαντικό τμήμα της ποιητικής πραγματικότητάς του.
Ο τίτλος της συλλογής εγείρει προβληματισμούς. Ουσιαστικά, δεν μπορεί κανείς να έχει περισσότερη από μία πατρίδα, όπως δεν μπορεί κανείς να έχει παρά μόνο μία μητέρα. Η «μητρίδα» βέβαια εδώ είναι η θηλυκή εκδοχή της πατρίδος. Σχεδόν όλα τα ποιήματα της συλλογής αναφέρονται σε μέρη της Ηπείρου, τον τόπο καταγωγής της μητέρας του ποιητή, όμως ούτε η μητέρα του, ούτε ο ίδιος ποιητής έχουν κάποια απτή σχέση με τα περισσότερα από τα αναφερόμενα μέρη, με μερικές αξιοσημείωτες εξαιρέσεις. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, η πρωταρχική (για να μην πούμε «μητρική») γλώσσα του ποιητή είναι η σαμιακή διάλεκτος της ελληνικής, η οποία καθιστά τη χρήση της ιδιωματικής Ηπειρωτικής στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Ενθύμιον» και στο τελευταίο «Θαυμαστά Φύλα», αξιοσημείωτη. Επιπλέον, ο όρος «Μητρίδες» είναι παρωχημένος. Αναφέρεται στην Πολιτεία του Πλάτωνος και στα έργα του Ηρόδοτου και του Ιάμβλιχου, αλλά έχει πλέον πέσει εκτός χρήσης. Έτσι, η αναζωογόνηση του όρου συμβαδίζει με τη διαχρονική αντίληψη της ελληνικής γλώσσας που διατηρεί ο Καλυμνιός, ο οποίος προσδίνει σε ολόκληρο το φάσμα ενός λεξιλογίου 3.000 ετών μια αξιοσημείωτη συγχρονικότητα, ανάλογη με τον ιταλικό ποιητή Gabriele D'Annunzio που αποδίδει μεσαιωνικούς ιταλικούς όρους στη δική του σύγχρονη Ιταλική ποίηση. Είναι λοιπόν ο Καλυμνιός κατασκευαστής δικού του γλωσσικού ιδιώματος, με την οποία αρθρώνει μια ελληνο-αυστραλιανή πραγματικότητα;
Αξίζει να ερευνήσουμε κι άλλες υποδηλώσεις του όρου, ιδιαίτερα ότι οι «μητρίδες» προέρχονται από τη λέξη «μήτρα». Αντί για μια συλλογή μητρίδων, μήπως αυτό που μας υποχρεώνει ο ποιητής να εξετάσουμε σε αυτή τη συλλογή, να είναι μάλλον, μια συλλογή μήτρων ως την απόλυτη αλήθεια; Στο ποίημα «Μητρικό», το οποίο θα μπορούσε να εννοηθεί όχι μόνον ως κάτι που αφροά την μητέρα αλλά και ως κάτι που αφορά τη μήτρα, ο Καλυμνιός βλέπει τη μήτρα ως τόπο όπου οι λέξεις χάνουν τη δύναμή τους: «Λίγο πρίν ἀπό τήν πόρτα σου/ ψοφοῦν οἱ ἀνείπωτες λέξεις/πού ἀπουσιάζουν/ἀπό τά μεγάλα λεξικά». Επιδιώκει λοιπόν ο Καλυμιός να αποικοδομήσει τη δική του ποιητική, μέσα σε ένα χωνευτήρι που δεν δικό του, αλλά που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργήσει τη δική του αυτοσυναίσθηση;
Ο Καλυμνιός επιστρέφει στο μοτίβο της μήτρας επανειλημμένως στην ποίησή του, ειδικά σε εκείνα τα (πολλά) ποιήματα του, που έχουν να κάνουν με τη λίμνη Παμβώτιδα των Ιωαννίνων, ένας τόπος που φαίνεται να ασκεί μια παράξενη γοητεία πάνω του και αναλαμβάνει στο έργο του το αρχέτυπο της καθολική και αρχέγονης μήτρα. Στη «Λίμνη» συγχωνεύει το τοπικό μύθο με τη βιβλική παράδοση, συσχετίζοντας την Κυρά Φροσύνη, την ατυχή παλλακίδα του Αλή Πασά που πνίγηκε στην Παμβώτιδα, με το περπάτημα στην επιφάνεια του, υποστηριζόμενη από τις μαρμάρινες παλάμες των πνιγμένων μαρτύρων. Ωστόσο, αυτή η απειλητική μητέρα ζαλώνεται «σαβατωμένους πάγους» (μια αναφορά στην παραδοσιακή τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας για την οποία είναι γνωστά τα Ιωάννινα), στον τόπο όπου θα κρατούσε ένα παιδί. Επιπλέον, είναι τα κινητά μας τηλέφωνα που αυτή η αρχέτυπη μητέρα φασκιώνει, και όχι εμάς, όταν μας καλεί δυσοίωνα κοντά της. Στο ποίημα «Παμβώτις Δ΄», ο Καλυμνιός περιγράφει τη λίμνη Παμβώτιδα ως τραπεζομάντιλο φορτωμένο με γεωμετρικά σχήματα συμβολικά της μήτρας, όπως ένα ισοσκελές τρίγωνο, εξισώνοντας αυτό το «στενό/ σάν τή λήθη,/ ἀδίστακτο ἡφαίστειο,/ μέ τό παράστημα/ τοῦ θανάτου». Στα «Κατακάθια,» τοποθετεί τον εαυτό του και τον αναγνώστη, εντός αυτής της μήτρας: «Ἀνάμεσα/ στά κατακάθια/ τῆς Λίμνης/ κρυβόμαστε κι ἐμεῖς..» Εδώ λοιπόν, το αμνιακό υγρό είναι σκοτεινό και θανατηφόρο και ο Καλυμνιός σχολιάζει εύστοχα τον τρόπο με τον οποίο εξακολουθούμε (δυσλειτουργικά) να συνδεόμεστε με τη μητρική μας κουλτούρα.
Άλλα υδάτινα σώματα επίσης δίνουν σημαντικό παρόν στη συλλογή. Η Λαψίστα, είναι ο αντίποδας της Παμβώτιδος-μήτρας, ή ίσως η τελική μορφή της δεύτερης, εφόσον είναι αποξηραμένη. Η Σαγιάδα, στο δυτικότερο σημείο της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπου ο ποταμός Θυάμης εισρέει στο Ιόνιο πέλαγος, δεν είναι μόνο ακριτική, αλλά και «μητρίδα», δεδομένου του ότι ο ποταμός Θυάμης δίνει το όνομά του στον χορό Τσάμικο, που οριοθετεί την ηπειρωτική και ελληνική παραδοσιακή ταυτότητα γενικότερα. Επίσης το στενό της κανάλι είναι επίσης ένας τόπος θνησιγενής. Έτσι, στη «Σάγιαδα», αφαιρούνται όλες οι μορφές παρηγοριάς και στη θέση τους προσφέρονται στον αναγνώστη: «πρόχειρες/ καί ἰδιοτελεῖς δικαιολογίες,/ ὅτι αὐτά ἀπαιτοῦν/ οἱ πνιγμένες νεραΐδες/τοῦ βάλτου.»
Αντιθέτως, το θαλασσογραφικό τοπίο του Sorrento, στο ομώνυμο ποίημα, δεν είναι φορτωμένο με κινδύνους, καθιστώντας κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού του κόσμου γύρω μας φαινομενική και ηδονιστική, ανεξάρτητα από το αν αναφερόμαστε στις παραδόσεις μας ή στον τόπο των προγόνων μας κατά τη διαδικασία. Μήπως μας χλευάζει ο ποιητής, τον εαυτό του και ολόκληρο τον ποιητικό του κόσμο; Η αξιοσημείωτη απουσία οποιασδήποτε μητρικής εικόνας στο ποίημα αυτό, που μοναδικά τοποθετείται στην Αυστραλία, υπαινίσσεται πολλά.
Οι φροϋδικές πτυχές της ποίησης του Καλυμνιού, (οι οποίες είναι γενικά υποσυνείδητες και ενώ είναι εγγενείς σε μια πλήρη κατανόηση της ποιητικής του, δεν έχουν εξεταστεί από μελετητές σε βάθος), προσδίδονται μεγαλύτερη προβολή στη συλλογή αυτή και αξίζουν περισσότερη έρευνα, εφόσον αυτές προσφέρουν μια νέα και σημαντική προοπτική σε οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τη σύγχρονη ελληνο-αυστραλιανή ταυτότητα και την κατασκευή της. Είναι στην μοναδική αντιμετώπιση των φροϋδικών πτυχών του αγώνα οριοθέτησης μιας προσωπικής ταυτότητας για τον καθένα μας, μία διαδικασία που εντείνεται στους Αντίποδες και στην ανάλυση και κατανόηση του καθοριστικού ρόλου που παίζει η συρροή προαιώνιων πολιτιστικών στοιχείων που κληροδοτήθηκαν σε εμάς από εκείνους που μας έφεραν στη ζωή όπου κείτεται η αληθινή αξία και η μοναδικότητα των «Μητρίδων».
Σύμφωνα με το κεντρικό μοτίβο, ο κόσμος των «Μήτριδων» είναι μητριαρχικός, αν όχι φεμινιστικός. Εκτός από λίγες αναφορές σε ορισμένες ιστορικές μορφές που αφορούν την Ήπειρο, οι «Μητρίδες» του Καλυμνιού είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου κατοικημένες από γυναίκες, από ισχυρές γυναικείες μορφές όπως η Ολυμπιάδα, η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου (γράφει στο ποίημα «Ολυμπιάς: «Ἡ σκιά σου/ κι ὁ σκύλος/ τῶν μολοσσῶν,/ εἶναι/ οἱ πιό τραγικές συντροφιές μου…. οἱ πληγές σου χάνονται/ μαζί μέ τούς κυνόδοντες,/ φωσφορίζοντας/ τα σπήλαια τοῦ ὕπνου,» η βασίλισσα του μεσαιωνικού Δεσποτάτου της Ηπείρου Θεοδώρα Κομνηνή, η οποία, στο ποίημα «Θεοδώρα Κομνηνή» «ταπεινά κι ἀγόγγυστα,/ ὑπηρετ[εῖ] τ[ήν] θητεί[α] της/ στό κιονόκρανο τοῦ θείου», η προγιαγιά του ποιητή Παναγιώ, όπου: «Σέ πήλινους σαρκοφάγους/ ψιθυρίζει/ τήν συζευγμένη της ὀρφάνια,/ ἡ ἑνότητα τῶν κύκλων/ πού μαρτυροῦν/ τήν ἠλικία τῶν πετρωμένων», σε πιο αρχέγονες μορφές όπως η ηπειρωτική Μητέρα Θεά Διόνη, «τίς πιο ἀπόκρυφες/καί ἡττημένες ἡδονές», της οποίας, «ἀσβεστώνουν οἱ ἱερομάντεις/ στο ἐκχύλισμα τῶν θόλων», στο ποίημα, «Μπιζάνι», μυθολογικές μορφές όπως η Κίρκη, οι διαστάσεις της λεκάνης της οποίας μας καλέι ο ποιητής να χρονομετρήσουμε στο ποίημα «Ζαβάλι», η άτυχη Ιώ που προσμένει στο ποίημα «Τελευταίος Ασπασμός»: «Μέσα στό στρίφωμα τῶν σάβανων,/ μέ τά ἀποφόρια τῶν κατσάβραχων,/ τήν ἄρνηση τῆς στερήσεως,/ τοῦ φουστανελοφόρου νεομάρτυρος Γεωργίου», και σε μια έξυπνη παρεμβολή αντιμαχόμενων θεοτήτων, η Λεβαντίνα θεά Αστάρτη, όπου στο ποίημα «Κυρά Βασιλική»: «Κανένας μοναχός δέν μπορεῖ/ νά διακρίνει τίς πινακίδες/ στόν χῶρο στάθμευσης/ τῶν ἀντικατεστημένων ἐγκωμίων/ τῆς Ἀστάρτης,/ κι ἄς ὀσμίζονται ἀντίστροφά/ οἱ πέστροφες,/ τήν ἀνυπακοή τους». Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρόκειται για μια νοθευμένη μητριαρχία που θα πρέπει να αποφύγουμε, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο ποιητής τοποθετεί ως επικεφαλής της λατρείας της Αστάρτης, μια ανδροπρεπής Δαλιδά με περούκα, πιθανώς από τα μαλλιά του Σαμψώντος. Αντίθετα, στο ποίημα «Πωγωνιανή», η θηλυκότητα και η μητρότητα, όπως τις αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, τοποθετούνται σε πιο γνώριμο πλαίσιο: «Στά χνούδια/ τῶν σκωροφαγωμένων σεγκουνιῶν/ ζύγιαζε λοιπόν τά λόγια:/ θυγατέρα, ἀδελφή, γυναίκα./ Τό βαρύτερο: Μάνα». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραδόσεις, οι μνήμες και τα πολιτισμικά πρότυπα που ο ποιητής επιχειρεί να αιτιολογήσει μεταδίδονται συνήθως μέσω της μητριαρχίας.
Οι «Μητρίδες» είναι ένα περίπλοκο, λαβυρινθώδες έργο που περιβάλλει τον αναγνώστη απαλά και δελεαστικά αρχικά, μόνο για να εξελιχθεί σε μια περιπέτεια με συγκινήσεις, φοβίες και αβεβαιότητες τύπου Κάφκα, απειλώντας ανά πάσα στιγμή να εκτροχιάσει τόσο τον αναγνώστη όσο και τον ποιητή τον ίδιο, κάθε φορά που η συλλογή συστρέφεται ή αντιστρέφεται στον εαυτό της. Αλλά ποτέ δεν το κάνει, διότι το έργο είναι συγκροτημένο και η περιπέτεια άψογα σκηνοθετημένη. Είτε ο αναγνώστης έχει επιλέξει να αποκωδικοποιήσει τη σημασία του τεράστιου αριθμού των διακειμενικών παραπομπών στην Ηπειρωτική μυθολογία, την ιστορία και τη λογοτεχνία, ή να ανακαλύψει στους στίχους των ποιημάτων, αναφορές στο δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή μουσική παράδοση είτε παραδοθεί τελείως στην ειρωνεία και στα λογοπαίγνια του ποιητή, ο έξυπνος τρόπος με τον οποίο κάθε ποίημα έχει δημιουργηθεί και επίσης έχει τοποθετηθεί στο σύνολο του έργου, επιτρέπει στον αναγνώστη να ρυθμίσει τον διείσδυση του σε αυτό, λαμβάνοντας υπόψη του τα μεγαλύτερα ερωτήματα της ταυτότητας που τίθενται σε αυτό το άκρως προσωπικό έργο.
Στο τελικό ποίημα, κάποια επίλυση των ζητημάτων που απασχολούν το έργο επιτυγχάνεται μέσω του ποιητή που συλλαμβάνει τους φόβους μας για τη ρευστότητα, υπονοώντας ότι ολόκληρη η κληρονομιά των προγόνων μας μπορεί να πετρωθεί από τους απογόνους τους. Ίσως να έχει δίκιο. Όμως, όπως δηλώνει, δεν γνωρίζουμε πού βρίσκονται τα πετρώματα αυτά. Η έμμεση αναφορά εδώ στη γέννηση του Δία και την απάτη του Κρόνου, από τη μητριάρχη Ρέα έχει σημασία….
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ
Φιλόλογος
Πανεπιστήμιο Μελβούρνης.
Το άρθρο πρωτοεκδόθηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ την Πέμπτη, 29 Ιουνίου 2017
<< Home