Thursday, June 22, 2017

ΜΕΡΙΚΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΘΟΝΙΑ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΛΥΜΝΙΟΥ

Η νέα συλλογή του Κωνσταντίνου Καλυμνιού Μητρίδες θα πρέπει να επιγράφεται Λόγια Πελασγικά αφού αρθρώνεται γύρω από λόγια ασύλληπτα και αδιανόητα που εντοπίζουν το βαθύ χρόνο της εντοπιότητας στην διαχρονική της μνημόνευση. Ο ποιητής όμως προτιμά έναν άλλο τίτλο Μητρίδες που ανοίγει και πάλι για τον αναγώστη το διαρκές τραύμα της καταγωγής: η μητρίδα είναι η μητέρα χώρα, the motherland, das mutterland, ένα μέρος αρχαιογονικό, η χώρα της μητέρας και η μητέρα της χώρας, η θηλυκή αρχή του κοσμικού μυστηρίου που καλύπτει την γενέθλια υποστάση μας. «Μητρς δέ τοι ο πατρίς στιν» γράφει κατά έναν περίεργο τρόπο ο Παυσανίας, ενώ στην ύστερη αρχαιότητα ο νεοπλατωνικός Ιάμβλιχος μιλάει για όσους κατέχονται από έκσταση ως ‘μητρίζοντες’. Η λέξη μητρίδα αφορά στο ρήμα είναι, συνιστά την υπαρκτική δήλωση του προσωπικού όντος, αφού είμαστε αυτοί που είμαστε επειδή έχουμε μια μητέρα, μια αρχική εστία. Η ποίηση είναι ο μόνος τόπος όπου το πιστοποιητικό της γεννήσεώς μας υποδεικνύει την οριστική μας οντότητα.
Διαβάζω πολλά χρόνια την ποίηση του Κων. Καλυμνιού. Με εντυπωσίασε η τάση, σχεδόν η ανάγκη του να επεκτείνει τα επιτρεπτά όρια της ελληνικής γλώσσας πέρα από τις συμβάσεις και τις συμβατικότητες της σημερινής γραφής. Από τις πρώτες του συλλογές μέχρι σήμερα ένα γλωσσικό αμάλγαμα συμπιλημένο από λέξεις ετερότροπες και ετερόχρονες, ενσωματωμένες σε μορφές πολύτροπες και ετερολογικές, αρθρωμένες γύρω από αισθητικές πολυειδείς και ετερόρρυθμες, διαμορφώνει ένα καινοφανές γλωσσικό σύμπαν μια παγχρονία του γλωσσικού υποσυνείδητου.
Το γεγονός ότι ο ποιητής είναι άνθρωπος της διασποράς είναι εξίσου σημαντικό αφού απελευθερώνει τον στίχο του από τους γνωστούς συμβιβασμούς των λογοτεχνικών συντεχνιών. Ο ποιητής της διασποράς στέκεται ολομόναχος απέναντι στον απέραντο ωκεανό της ελληνικής και μέσα στο χρόνο που του δίνεται, από τον τόπο που βρίσκεται, προσπαθεί να μετουσιώσει την εμπειρία του σε γλωσσική σημείωση, πολλές φορές χωρίς να ενδιαφέρεται για την προφορικότητα της λαλιάς, του τρόπου δηλαδή που μιλιέται σήμερα στο μητροπολιτικά κέντρα της Ελλάδας.
Ταυτόχρονα, ο Έλληνας ποιητής της Αυστραλίας γράφει διαφορετικά από τον Έλληνα ποιητή της Αμερικής αφού απορροφά ετερρόρυθμες χρονικότητες και γλωσσικές επαφές, ενώ δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει διαλεκτισμούς του τόπου καταγωγής του, αφού σε πολλές περιπτώσεις αυτοί έχουν διατηρηθεί ατόφιοι από την πρώτη γενιά της διασποράς και ακούγονται ακόμα και σήμερα στο ακουστικό του βιότοπο.
Κατά έναν ενδιαφέροντα τρόπο, ο Καλυμνιός βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με την πολυδιάστατη διαχρονία της ελληνικής: τον ανεξάντλητο θησαυρό της αρχαίας, την πρισματική πολυσυλλαβία της εκκλησιαστικής υμνολογίας, την αρχετυπική τέλος σημειολογία των δημοτικών τραγουδιών. Όλες μαζί οι παραδόσεις συγκλίνουν στα ποιήματά του και δημιουργούν μια γλωσσική ευφορία που παραπέμπει στον Όμηρο, τον Ησίοδο, τους τραγικούς, τον Ρωμανό Μελωδό, τα ακριτικά τραγούδια, τον Ερωτόκριτο, τα δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου αλλά και σε σημερινούς ποιητές.
Γενικά ωστόσο αν υπάρχει μια μούσα αρχετύπων αυτή βρίσκεται και ζει στα ποιήματά του: οι στίχοι απλοποιούνται εδώ βρίσκουν την θέση τους μέσα από πυθαγόρειες γεωμετρίες αποκαλύπτοντας ορφικές κοσμολογίες. Η συλλογή αυτή κορυφώνει και σχεδόν ολοκληρώνει μια ποιητική εξερεύνηση του εαυτού μέσα από την πολυεστιακή εκφραστικότητα της ελληνικής. Ο Καλυμνιός επιχειρεί εδώ μια χθόνευση της γλώσσας του μέσα στην δυναμική πολυφωνία των ηπειρωτικών τραγουδιών, και όπως γνωρίζουμε τα μόνα ελληνικά τραγούδια που είναι πολυφωνικά προέρχονται από την Ήπειρο.
Σαν ιστορικός του πολιτισμού δεν πιστεύω σε ασυνέχειες και ρήξεις. Υπάρχει μια ευδιακριτη μήτρα λόγου σε αυτούς τους πανάρχαιους στίχους
Ζε να Δωδωναε Πελασγικ τηλόθι ναίων
Δωδ
ώνης μεδέων δυσχειμέρου, μφ δ Σελλο
σο
ναίουσ ποφται νιπτόποδες χαμαιεναι, (Ιλιάδα, Π, 233-236)
Μια μήτρα λόγου που αφού διακλαδωθεί και διυλιστεί μέσα σε νέους ρυθμούς και από διαφορετικές ευαισθησίες επανεμφανίζεται σε παρόμοιους μυστικούς στίχους:
«Στίς ἀγρυπνίες / τῆς ἐσωστρεφοῦς γαλήνης, /  τό ἀνέγγιχτο κληροδότημα / τοῦ ξεριζωμένου δάσους / σταλάζει στ’ἀνάγλυφα / θηλιές ἀπό ρετσίνι. / Σφίγγουν σιωπές ἐκκωφαντικές / γύρω ἀπό τούς λαιμούς / τῶν δακρυσμένων».

Διαβάζοντας αυτούς τους στίχους, λαμβάνεις αμέσως την πρόσκληση να αφομοιωθείς σε ένα λόγο, σε μια σύναξη λέξεων και ψυχών που διαλύουν τις αποστάσεις και συντέμνουν τον χρόνο.  Ανήκουν σε μια ψυχανωδία που θα  μπορούσε κάποιος να την εντοπίσει στην προ-ελληνική πελασγική Ήπειρο, σε μια γλώσσα εξορκισμών και μαγγανείας, που σιγά σιγά φωτοδοτείται και διαυγάζεται από την ιστορική περιπέτεια των ανθρώπων που την κατοίκησαν.
Η γλώσσα είναι η ωκεάνεια διάρκεια, η διάχυση του εαυτού στην πολυμορφία των όντων. Από την προσευχή του Ομήρου μέχρι την Αληπασιάδα του Χατζη-Σεχρέτη μας χωρίζει μόνο μια αυλή, και ένα πηγάδι, όπου αντηχούν οι φωνές και οι ευαισθησίες που έζησαν και μαρτύρησαν στα βράχια και τα γκρεμνά του τόπου:
«Με φέρνει η ζούρλια κι ο σεβδάς δυό λόγους να μιλήσω /Κι αρχίνισα το γράψιμον ολίγον να γλενδίσω./ Παίρνω χαρτί και μιρεκέπ με μια χαράν μεγάλη / Διότ’ έχω πόνους ’ς την καρδιάν και λαύρα ’ς το κεφάλι».
Ο Νίκος Εγγονόπουλος θεωρούσε τον Χατζη-Σεχρέτη τον πρώτο Έλληνα σουρεαλιστή ποιητή  και το αρχηγό μιας σχολής με κέντρο τα Γιάννενα, που συνεχίστηκε με τον Ιωάννη Βηλαρά, τον Γιώργο Ζαλοκώστα τον Κώστα Κρυστάλλη, τον Γιώργο Κοτζιούλα, τον Γιωσέφ Ελιγιά κια πολλούς άλλους.
Το έργο του Καλυμνιού έρχεται να συνδεθεί με αυτήν παράδοση λόγου που παρακολουθεί με περιέργεια την ανθρώπινη παρουσία στην φύση και την ανθρώπινη περιπέτεια στην ιστορία μέσα από μια επίκληση στην χοϊκότητα της ζωής, μιας ζωής που την παρασύρουν τα κύματα των εποχών και οι αναστατώσεις των αντιλήψεων.

Ταυτόχρονα, συνεχίζει την άλλη παράδοση της ελληνικής ποιητικής στην Διασπορά, όπως διαμορφώθηκε με την ολοκλήρωση του έργου των τριών μεγάλων εκφραστών της πρώτης γενιάς, του Δημήτρη Τσαλουμά, της Αντιγόνης Κεφαλά και του Σ.Σ. Χαρκιανάκη. Ο Καλυμνιός παίρνει αυτήν ποιητική και την αναπροσανατολίζει, της ξαναδίνει μια χθόνια εντοπιότητα που συγχωνεύει ευαισθησίες, σύμβολα και ορίζοντες. Διαβάζουμε:

 «Ατοί πού παραμένουν, / θυμονται πάντα / τά λληλοπαθ κατευόδια,/ κι ταν τούς πνίγει / βροχή, / κι ταν τούς κυνηγάει / έρας, / κι ταν τούς τυφλώνει / τό φς το καντηλιο, / ατοί πού περιμένουν, / πετρώνουν  / σάν τούς τάφους, / πού τούς σπειραν / γιά νά φυτρώσουν σιτάρι / καί νά τούς θυμονται».

Υποθέτω ότι η λέξη ήπειρος πρέπει να προέρχεται από το άπειρο ή το άπερο, το ατέρμονο και χωρίς σύνορο, γιατί πιο πολύ είναι μια στάση του νου και μια υλική πραγματικότητα, μια μνήμη και μια ανάμνηση, μια διαρκής παρουσία επομένως μέσα στο νου, ένα σύμβολο που φέρνει μαζί. Ο μετανάστης ταξιδεύει στο άπειρο γιατί έρχεται από το χωρίς σύνορο τόπο μιας τοπογραφίας γεμάτη από τραγούδια και σκιές, από ευκλεή πάθη και σκοτεινούς εφιάλτες. Ο Καλυμνιός ζωγραφίζει με τους στίχους του την νοσταλγία και την ευφορία, την μελαγχολία και την αγαλλίαση, τον σκεπτικισμό και την χαρά που νιώθει ο άνθρωπος που βρίσκεται σε μια κατάσταση έντασης  σε μια κατάσταση κρίσης καθώς προσπαθεί από την άλλη μεριά της γης να βρει ισορροπίες, να ρυθμίσει τις πράξεις του και να λυτρώσει την αγωνία του.

Τα ποιήματα των Μητρίδων είναι δώρα ανακαίνισης του ποιητικού λόγου και πρέπει να βρουν το κοινό τους στην Ελλάδα, να ακουστούν ως μια καινούργια φωνή χθόνιας συγγένειας. Κορυφώνουν μια περίπλοκη πορεία σύνθεσης και ανασύνθεσης των ποιητικών μέσων και των αισθητικών δηλώσεων που μπορούν να γίνουν μέσα από μια γλώσσα που έχει συνείδηση της καλλιτεχνικής της ιδιοϋφίας. Δεν μιλάνε την αθηναϊκή κοινή όπως έχει διαμορφωθεί από τις εφημερίδες και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Δεν υποκρίνονται ότι ηχογραφούν την καθημερινή λαλιά ούτε αναπαράγουν τον μεγάλο δαίμονα της σύγχρονης γραφής, την προφορικότητα. Αντίθετα διακρίνονται από μια αγάπη για την μορφή και την μορφοποίηση, πράγμα που υποδεικνύει ένα κλασσικισμό, σχεδόν μια αρχαϊκή αυστηρά αρμονία, όπως θα έγραφε και ο αρχαίος τεχνοκριτικός. Οι σύνθετες λέξεις, οι ασυνήθιστες συνάψεις, οι απροσδόκητοι συνδυασμοί δημιουργούν ένα είδος αισθητικού αιφνιδιασμού που παραξενεύει και εμπνέει τον αναγνώστη.

Ο Καλυμνιός μας δίνει μια ποίηση εθνολογική, δηλαδή  ένα λόγο για το έθνος χωρίς κορδακισμούς και φωνασκίες, γιατί το έθνος είναι η περιπέτεια άρθρωσης συλλογικών συμβόλων, που μοιράζονται και εξατομικεύονται από συγκεκριμένα πρόσωπα σε συγκεκριμένο χώρο.

Στο ποίημα «Μητρικό» διαβάζουμε:
«Λίγο πρίν πό τήν πόρτα σου / ψοφον ο νείπωτες λέξεις / πού πουσιάζουν / πό τά μεγάλα λεξικά./ Καθισμένα σταυροπόδι / στίς βραχύβιες γλώσσες, /τά λόγια κενα / πού επώθηκαν
κάποτε, / τώρα μόνο ντηχον / στά πόφωνά τους».
Οι βραχύβιες γλώσσες υπάρχουν εξ αιτίας μιας μακρόβιας γλώσσας, αυτής που ξεκινάει από μια ταπεινή προσευχή των χαμαιεύναι ιερέων και φτάνει σε μας σήμερα στην διασπορά, στην εξακτίνωση του λόγου καθώς αρθρώνει τις ‘ανείπωτες λέξεις’ που κάποια στιγμή αρθρώνουμε όλοι όταν επιθυμούμε να επικοινωνήσουμε μέσα στο χρόνο αλλά και πέρα από αυτόν. Η ποίηση του Καλυμνιού είναι μια ποίηση υπερ-χρονική, μια ποίηση που, όπως πιστεύω, θα νικήσει τον χρόνο και θα λυτρώσει την αγωνία των Ελλήνων της διασποράς, δίνοντας μια ες αεί μαρτυρία της αισθητικής τους συνείδησης.

ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ, Καθηγητής Νεοελληνικών Πανεπιστημίου Σύδνεϋ

Το άρθρο πρωτοεκθόδηκε στην εφημερίδα ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ την Πέμπτη 22 Ιουλίου 2017