Thursday, October 17, 2019

Ελληνομάθεια και Coburg West

Η είδηση ότι το ελληνικό πρόγραμμα του δημόσιου σχολείου Coburg West μέλλει να καταργηθεί, δικαίως έχει θορυβήσει την παροικία μας. Κι αυτό επειδή είναι αισθητή η πεποίθηση εντός της παροικίας, ότι θεσμικά και εκπαιδευτικά, διανύουμε μία εποχή παρακμής. Πολλές από τις παραδοσιακές μας οργανώσεις φθείρονται και υπολειτουργούν, τα προγράμματα νεοελληνικών σπουδών, για την ίδρυση των οποίων συσπειρώθηκε ολόκληρη η παροικία στον καιρό της ακμής της, έχουν καταργηθεί από τα περισσότερα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της πόλης μας, ενώ εκείνο που παραμένει μάχεται με νύχια και δόντια να κρατηθεί, οι συμμετοχές στα νεοελληνικά προγράμματα του VCE και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης συνεχώς μειώνονται, ενώ, (το σπουδαιότερο), παρόλων των πολυσύνθετων προσπάθειών μας όσον αφορά την ελληνομάθεια και τους θεσμούς που δημιουργήσαμε, εκπαιδεύουμε αυτή τη στιγμή μία γενιά νέων που ως επί το πλείστον δεν έχει ευχέρεια στην ομιλία της ελληνικής γλώσσας.
Κατά αυτόν τον τρόπο, η επικείμενη διακοπή της λειτουργίας του νεοελληνικού προγράμματος στο Coburg West, αποτελεί βαρόμετρο της υγείας της ίδιας μας της παροικίας. Κάθε συρρίκνωση, κάθε κατάργηση προνομιών από την άρχουσα τάξη μας προκαλεί ρίγος, διότι υποσυνείδητα την αντιλαμβανόμαστε ως σύμπτωμα απώλειας του κύρους μας απέναντι στο κυρίαρχο πολιτιστικό στοιχείο, εκείνο που, κατά την αντίληψή μας, μας προσδίδει την υπόσταση μας ως μεταναστευτική ομάδα. Όταν μας κλείνουν τα προγράμματα που οι ίδιοι μας δημιούργησαν (είτε κατά συνέπεια «παροικιακών αγώνων» είτε από πολιτική σκοπιμότητα), διαισθανόμαστε ότι δεν μετράμε γι’αυτούς πλέον ως οντότητα, ότι άλλες εθνικότητες παίρνουν τα προνόμια και τη θέση μας στην εκτίμηση τους, και ότι η παροικιακή μας αφήγηση, που θέλει να μας έχει υπόδειγμα μεταναστευτικής ομάδας, ευνοούμενη από την άρχουσα τάξη, υπονομεύεται θανάσιμα.
Επικαλούμαστε το επιχείρημα ότι προγράμματα ελληνομάθειας όπως αυτό του Coburg West, αποτελούν θεσμοί εφόσον σημειώνουν λειτουργία άνω των τριών δεκαετιών, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι δημογραφικές, γλωσσικές και πολιτικές πραγματικότητες και πολιτικές, τόσο της Αυστραλίας, όσο και της ιδιαίτερης μας παροικίας, εξελίσσονται και μεταβάλλονται συνεχώς. Θεωρούμε, (διότι έτσι μας ώθησαν να πιστεύουμε, οι της άρχουσας τάξης στον καιρό της ακμής μας και οι παροικιακοί τους αρωγοί και ιδεολόγοι) ότι σε μια πολυπολιτισμική χώρα, η εκπαίδευση στη μητρική μας γλώσσα αποτελεί δικαίωμα και κρατική προτεραιότητα, παραβλέποντας τις απαιτήσεις και αξιώσεις των τριακοσίων άλλων αλλόγλωσσων ομάδων που κατοικούν στην Αυστραλία, και την μεταστροφή στην μονογλωσσία που σταδιακά επιβάλλεται από διαδοχικές πολιτειακές κυβέρνησεις από τη δεκαετία του 90. Αρνιούμαστε λοιπόν να δεχθούμε ότι τίποτε δεν παραμένει αμετάβλητο και συνεπώς δεν έχουμε διανοηθεί να καταστρώσουμε ποτέ σαν παροικία, σχέδιο αντιμετώπισης μελλοντικών μεταλλαγών στις πολιτικές του κυρίαρχου στοιχείου απέναντί μας, που κατά τη γνώμη μας, είναι επιβλαβείς.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από αυτή τη διαπίστωση είναι απλή. Τα παροικιακά μας συμφέροντα και αυτά της άρχουσας τάξης δεν συμβαδίζουν πάντοτε και στην περίπτωση αυτή αποκλίνουν σφόδρα. Για τους περισσότερους συμπάροικους της πρώτης γενιάς, η ελληνομάθεια θεωρείται ζωτικής σημασίας. Είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που θα εξασφαλίσει την μελλοντική μας υπόσταση. Παραβλέποντας προσωρινά το γεγονός ότι αυτή την άποψη δεν τη συμμερίζεται ολόκληρη η δεύτερη και τρίτη γενιά η οποία προβάλει μια ιδεολογία της ελληνικής ταυτότητος που δεν έχει την ελληνομάθεια ως επίκεντρό της, η άποψη αυτή σίγουρα δεν ισχύει και για τους παρέχοντες των κρατικών μας προγραμμάτων, για τους οποίος η υπόθεση αφορά μόνον την παροχή προνομιών ώστε να εξασφαλίσουν κάποια κοινωνική συνοχή και συγκατάθεση εκ μέρους της δικής μας εθνοτικής ομάδας στην κυριαρχία τους. Αν και μας λυπεί αφάνταστα η επικείμενη κατάργηση του ελληνικού προγράμματος του Coburg West, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η πεποίθηση ότι η άρχουσα τάξη της κυρίαρχης πολιτιστικής ομάδας είναι αξιόπιστος, αλλά και κατάλληλος φορέας για την εξασφάλιση της γλωσσικής μας συνέχειας έχει πλέον χρεοκοπήσει. Αντιθέτως ο κατάλληλος φορέας δεν είναι άλλος από την ίδια την παροικία μας.
Όταν η παροικία μας η ίδια και όχι το κράτος ελέγχει την ελληνομάθεια και διατηρεί τις κατάλληλες δομές για τον διαιωνισμό της, δεν υπάρχει κίνδυνος να καταργηθούν ελληνικά προγράμματα από εξωγενείς παράγοντες. Σε αυτή την περίπτωση προφυλασσόμεθα από τις μεταλλασσόμενες πολιτικές της άρχουσας τάξης, της οποίας δεν της πέφτει άλλο λόγος στον τρόπο που χειριζόμαστε αυτό το τόσο σπουδαίο θέμα και απαλλασσόμεθα από τον κίνδυνο η ίδια να αποστασιοποιηθεί από τις ανάγκες και τις προσδοκίες μας, όπως έχει συμβεί πολλαπλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, και να μας παρατήσει σύξυλους. Σε αυτό συνεπάγεται και η δυνατότητα εμείς οι ίδιοι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να σταθούμε στα πόδια μας, αποτασσόμενοι την κακιά συνήθεια να γινόμαστε ικέτες και να θεωρούμε την «ελεημοσύνη», που μας παρέχουν οι κυρίαρχοι ως συστατικό στοιχείο της οντολογικής μας αξίας.
Ωστόσο, αν και οι περισσότερες δομές ελληνομάθειας ελέγχονται από την ίδια την παροικία (και γι’ αυτό άλλωστε η άδικη απώλεια του προγράμματος στο Coburg West, είναι περισσότερο συμβολικής σημασίας) στο χώρο αυτό οι διάφοροι φορείς που δραστηριοποιούνται, κερδοσκοπικοί και μη, λειτουργούν αυτόνομα, χωρίς στενή συνεννόηση και συντονισμό, όσον αφορά τη διδακτέα ύλη, αλλά και των αξιών που πληροφορούν και υπογραμμίζουν την όλη προσπάθεια τους.
Επιπλέον, στην εμμονή μας να υπολογίζουμε τόσο τους θεσμούς που μας παρέχει η άρχουσα τάξη, όσο και αυτούς που έχουμε δημιουργήσει οι ίδιοι ως τεκμήριο «επιτυχίας», δεν έχουμε προβεί ποτέ σε αξιολόγηση των θεσμών αυτών. Κάνουν σωστά τη δουλειά τους; Είναι αποδοτικοί; Διότι αυτό είναι το πραγματικό κριτήριο της εκπαιδευτικής μας επιτυχίας και όχι τα πόσα σχολεία διατηρούμε ή χρηματοδοτούμε. Δεν έχουμε αναρωτηθεί συστηματικά, τι ακριβώς προσδοκούμε από τα πρόγραμμα ελληνομάθειας που παρέχουμε. Ποιος ο απώτερος στόχος τους; Να χορεύουν τα παιδιά μας ελληνικούς χορούς, να γνωρίζουν να λένε «I love you pappou,» να νιώθουν συγκίνηση όταν τρώνε σουβλάκι ή επισκέπτονται τη Μύκονο, ή να δημιουργηθεί μια γενιά βιώσιμα δίγλωσση, η οποία θα μπορεί να χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα στις όποιες παροικιακές της συναναστροφές καθώς και ως κύριο μέσον επικοινωνίας με τον ελλαδικό χώρο;
Τη στιγμή που τα ελληνικά σχολεία της παροικίας και τα ελάχιστα κρατικά προγράμματα που παραμένουν, ως επί το πλείστον αδυνατούν να παράγουν μαθητές με ευχέρεια στην ελληνική γλώσσα, δεν αποτελεί προτεραιότητα η ανάλυση των λόγων αυτής της τεράστιας δομικής και θεσμικής αποτυχίας, σε όλες τις ψυχολογικές, γλωσσολογικές και πολιτικές της διαστάσεις και η αναζήτηση μεθόδων και τρόπων επιβράδυνσης ή και αντιστροφής αυτού του φαινομένου; Έπειτα, τίθενται άλλα ευρύτερα ερωτήματα: Ποια η θέση της ελληνικής γλώσσας, και μιας τέτοιας γενιάς στο πλαίσιο μιας παροικίας οι θεσμοί και οι δραστηριότητες της οποίας επικεντρώνονται γύρω από την τοπική καταγωγή των προγόνων αυτών, χωρίς να παρέχει ούτε συνεπές όραμα, αλλά ούτε και θέσεις σε παιδιά στους θεσμούς της, και όπου η συνεννόηση πλέον με τα παιδιά αυτά γίνεται σχεδόν πάντοτε στην αγγλική; Είναι βιώσιμα τα προγράμματα ελληνομάθειας στην τωρινή τους μορφή, οποίος και να τα ελέγχει, τη στιγμή όπου υπάρχει καθολική αποδοχή του γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών που μετέχουν στα προγράμματα αυτά δεν είναι λειτουργικά ελληνόφωνα και όπου οι ελληνόφωνοι συνδιαλέγονται με αυτούς στα αγγλικά;
Μήπως τελικά η δυσφορία μας για την απώλεια των Ελληνικών από τα δημόσια σχολεία και συγκεκριμένα από το Coburg West σχετίζεται με τις έμφυτες Καβαφο-Ποσειδωνειακές μας τάσεις: «τα παλαιά [μας]] έθιμα να διηγούμεθα,/και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλέ[μ]ε,/που μόλις πια τα καταλα[βαίνουμε] ολίγοι» τρέμοντας με τη σκέψη «πώς εξέπεσα[με]] πώς έγιν[ε], να ζού[με] και να ομιλού[με] βαρβαρικά/βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό»; , όπου θρηνούμε αυτά που χάνουμε, χωρίς να έχουμε διαπιστώσει ότι το χάσαμε προ καιρού, χωρίς αυτά να σχετίζονται πλέον με την άμεση πραγματικότητα, και χωρίς να προβούμε σε κανέναν αποτελεσματικό αγώνα για τη διατήρηση τους;
Επικροτώντας την ευαισθησία όλων όσων μάχονται στον άνισο αγώνα ώστε να μην καταργηθεί το ελληνικό πρόγραμμα του Coburg West και για την παροικακή ελληνομάθεια γενικότερα, ας αναλογιστούμε τους στίχους άλλου «Γουέστ» του 1935 και από εκεί να αντλήσουμε τα ανάλογα για τον σκοπό μας, μηνύματα: «Και τους φάγαν τα σφουγγάρια, /τους τυλίξανε στα ζάρια/ Βρε παίζαν με γιομάτο ζάρι /και δεν παίρνανε χαμπάρι».
Κωνσταντίνος Καλυμνιός. NEOΣ ΚΟΣΜΟΣ 17 Οκτωβρίου 2019