ΕΠΙ ΓΗΣ ΑΛΛΟΤΡΙΑΣ
Κατά πολλούς, η μελοποίηση ελληνικών ποιημάτων είναι μια διαδικασία που είχε σχεδόν γίνει μόδα μεταξύ των δεκαετίων του 50 και 80, ωθώντας κάμποσους καταξιωμένους έλληνες μουσικούς να κρατάνε πάντα μια απόσταση από αυτή την τάση . Η φράση που έχουμε ακούσει και διαβάσει πολλές φορές, ότι “η ποίηση ήρθε κοντά στον λαό” μέσω της ενασχόλησης πολλών συνθετών με την μελοποίηση ποιημάτων, φαίνεται πως άφηνε αδιάφορο τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος υποστήριζε ότι: «η ποίηση και η μουσική έχουνε μια αυτάρκεια και δεν περιμένουνε τα καινούργια έργα για να ξαναϋπάρξουν.»
Βεβαίως, χρησιμοποιώντας τον όρο μελοποίηση, εννοούμε την επένδυση με μουσική ενός ποιήματος που υπάρχει πριν την ενασχόληση του συνθέτου με αυτό. Σε αντίθετη περίπτωση αλλά στενά συνδεδεμένα όμως, υπάρχουν και οι οι στίχοι, που γράφονται για να γίνουν τραγούδια και δεν προϋπάρχουν ως ποιητικά κείμενα πριν μελοποιηθούν.
Είμαι από αυτους που πιστεύουν ότι η έκφραση «μελοποιημένη ποίηση» αποτελεί πλεονασμό. Η μελοποίηση αναποιεί, μεουσιώνει και μετεμποιεί ένα ήδη υπάρχον ποίημα, δίνοντάς σε αυτό επιπρόσθετες διαστάσεις, χωρίς να αλλοιώσει με οποιονδήποτε τρόπο την αρχική ουσία και υπόστασή του. Επίσης αν κάνουμε μια ιστορική ανασκόπηση στην αφετηρία της λογοτεχνικής μας παράδοσης, θα παρατηρήσουμε ότι από τον καιρο ακόμη του Ομήρου, χρονολογείται η μελοποίηση στίχων για εύκολη αποστήθιση και για παράδοση του νοήματος. Από τον Όμηρο στον Ρωμανό το Μελωδό ό οποίος προσάπτει Αραμαϊκά ακούσματα σε μια ελληνική μορφή τέχνης –κάτι άμεσου εδιαφέροντος όσον αφορά τη υπόθεση μετεμφύτευσης της ελληνικής παράδοσης στην Αυστραλία οπότε γίνεται περοσσοτερο ελληνιστική παρά ελληνική η διαδικασία αυτή –και έτσι εἰμαστε σε θέση να κάνουμε τους αρμόδιους παραλληλισμούς - με τη σημερινή μας κατάσταση - και από το Ρωμανό το Μελωδό, στον Διγενή Ακρίτα και στον Ερωτόκριτο, από τον Ερωτόκριτο στα δημοτικά μας τραγούδια και από τα δημοτικά μας τραγούδια στις μελοποιήσεις των ποιητών Ελύτη, Ρίτσου και άλλων, βλέπουμε λοιπόν ότι η υπόθεση μελοποίησης του έμμετρου λόγου δεν είναι μια ντεμοντέ μουσικό στιχοπλαστική τεχνική που φτάνει καθυστερημένα και επιβεβλημένα στις ακτές της Αυστραλίας. Αντίθετα, είναι μια πανάρχαια συνήθεια, βαθιά ριζωμένη στο υποσυνείδητο του κάθε έλληνα. Κατά συνέπεια, διότι αυτό ήταν το πρώτο ερώτημα που μου προέκυψε γύρω από την παρουσίαση του δίσκου Ἑπί Γης Αλλοτρίας» –η μελοποίηση στίχων ελλήνων ποιητών εδώ στην Αυστραλία δικαιολογείται και γίνεται εντελώς αποδεκτή διότι προκειται για μια γνήσια επιβίωση μιας πανάρχαιας διαδικασιας.
Υπάρχουν όμως κι άλλα τα ερωτήματα που αναβλύζουν από την δημιουργία και παρουσίαση του Συμπαγή Δίσκου «Επί Γης Αλλοτρίας,» που στην Αγγλική μεταδίδεται ως – In a strange land. –παραπέμποντας στον Εκατοστό τριακοστό έκτο ψαλμό (πώς άσομαι την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας;) - και ιδιαίτερα εφόσον ο εν λόγω Κύριος τυγχάνει να είναι ο μέγιστος ποιητής. Πώς λοιπόν, εν κυμβάλοις και αλλαλαγμώ; εν ψαλτηρίω και κιθάρα; εν χορδαίς και οργάνοις; ή όλα αυτά μαζί, και βάλε;
Οι Παραγωγοί του Δίσκου, ο Παύλος Ανδρόνικος και ο Στιβ Αδάμου, συσστρατεύουν μία εκλεκτή συλλογή από τους πλέον καταξιωμένους συνθέτες, στιχουργούς, μουσικούς και ερμηνευτές της ομογένειας, ώστε να θέσουν αυτό το ερώτημα των Ψαλμών και να το λήσουν. Στον Ψαλμό, μας εκμυστηρεύεται ο Παύλος, η λέξη «αλλότριος» σημαίνει «που ανήκει σε άλλους», αλλά, «έχοντας υπόψη και την αγγλική μετάφραση του τίτλου, για τη συλλογή αυτή μου φαίνονταν κατάλληλες και οι άλλες έννοιες της λέξης, δηλ. «παράξενος» ή «ασυνήθιστος». Το φυσικό περιβάλλον της Αυστραλίας, τα ζώα και τα φυτά της, μου φάνηκαν πολύ παράξενα όταν πρωτοήρθα εδώ το 1981. Αυτή η εντύπωση μου έχει μείνει μέχρι σήμερα».
Ο εκατοστός τριακοστος έκτος Ψαλμός συνεχίζει τοιουτοτρόπως: «εάν επιλαθώμαι σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου» -δηλαδή -αν σε λησμονήσω (αντι για Ιερουσαλήμ προσθέτουμε Ελλάδα ή πατρίδα), ας ξεραθεί η δεξιά μου. Επανέρχομαι λοιπόν στον πρωταρχικό μου στοχασμό –και υποθέτω ότι για τους παραγωγούς, τους συνθέτες, τους μουσικούς και τους ποιητάς, - κρίνεται αναγκαίο να άδωμεν την ωδήν Κυρίου εις την αλλοτρίαν, ας είναι παράξενη, ξενική και ασυνήθιστη αυτή, ίνα μήν λησμονήσωμεν την πρωταρχική μας Ιερουσαλήμ. Το ότι αυτή η συνεχόμενη επαγρύπνιση αποδίδει πνευματικά ποσοτά άλλωστε αποδεικνύεται από το ότι οι απόγονοι των Ισραηλιτών που θρηνούσαν επί των ποταμών Βαβυλώνος παρέμειναν εκεί άνω των δύο χιλιάδων χρόνων, διατηρώντας πλήρως τις παραδόσεις των, μέχρι που εκτοπίστηκαν το 1948 από τους Άραβες. Στα συμφραζόμενα λοιπόν η αντίληψη ότι όποιος θρηνει, όποιος μελοποιεί την αίσθηση της εξορίας και του μετατοπισμού του, δεν θα ξεχάσει ποτέ το ποιος είναι και από που προέρχεται.
Η Αυστραλία είναι λοιπόν η «αλλότρια γη», όπου διεξάγεται η προαναφερθείσα διαδικασία διατήρισης μιας ιστορικής και εθνοκοινωνικής μνήμης και τα πρώτα τραγούδια σε αυτή τη συλλογή παρουσιάζονται σε σειρά που χρονολογεί και περιγράφει τον πρωταρχικό εκτοπισμό και την πορεία εξορίας στους Αντίποδες. Η ανθολογία ξεκινά από τον ελληνικό κόσμο με τραγούδι που η μουσική και οι στίχοι του επικαλούνται την ελληνική δημοτική παράδοση, συνεχίζει με το ασυνίθιστόο τραγούδι Φεύγω, όπου υπάρχουν αν δεν κάνω λάθος και ακούσματα από την Μισιρλού στην ενορχήστρωση, και φτάνει στην «αλλότρια γη» με τις ορχηστρικές συνθέσεις «Επί γης αλλοτρίας» και «Ρόδινες λίμνες» -όπου συναντούμε ηχητικά στοιχεία από την μουσική παράδοση των ιθαγενών.
Η εργατική ζωή όπως την ζουν καθημερινά πολλοί μετανάστες στην αλλότρια γη αποτελεί το αντικείμενο του «Μέρα με τη μέρα», ένα ζωηρό τραγούδι ροκ με θέμα την εργασία στα εργοστάσια. Θα το ακούσετε αλλά για μένα είναι ένα μικρο μαρξιστο-αριστοφανικό διαμάντι αξιοπρόσεχτο διοτι ή λεπτή του ειρωνεια κινδινεύει να αγνοηθεί από τους λιγότερα σχολαστικούς ακροατές του. Ενώ καταφέρεται εναντίον των αφεντάδων και των κεφαλαιοκρατών
« Στις μηχανές της Αυστραλίας
Φτιάχνουμε θαύματα πολλά
Για να πλουτίσουν οι αφεντάδες,
Να ’ναι καλά, να ’ναι καλά.»
Αυτό που αφήνει να εννοηθεί η μελοποιητής είναι οτι δεν πλουτίζουν μόνον οι αφεντάδες, αλλά οι ίδιοι οι εργάτες –εδώ βρίσκουμε, ύπουλα παραθετημένο σε ένα συμπαγή δίσκο του οποίου ο δηλωμένος σκοπός ειναι να παραθέσει τα τραγούδια της εξορίας μας, -την απαρχή της μυθολόγησης της παρουσίας μας στην Αυστραλία. –Αν δεν πλουτίζαμε, αν δεν ευημερούσαμε, αν δεν προσεταιριζόμαστε τις αρχές των κεφαλαιοκρατών και των αφεντάδων, αν δεν αποθησαυρίζαμε το απαιτούμενο ποσον ώστε να δωροδοκούμε τα εγγόνια μας να μας επισκέπτονται –τότες ποιος ο λόγος της εξορίας μας; Αλεξιχάριτος και τρομερός στοχασμός. Επιπλέον, και ανοίγουμε παρένθεση, ακούγοντας το τραγούδι αυτό, και κάποια άλλα της συλλογής, δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε ότι αυτά τα τραγούδια διαφυλούν μια πραγματικότητα που έχει πια εκλείψει. Η πλειοψηφία των ελλήνων μεταναστών και τα παιδιά τους, ανήκουν στην μικροαστική τάξη, όχι στην εργατική και η καθημερινή τους πραγματικότητα είναι πολύ πιο διαφορετική, εφόσον έχει συμβιβαστεί οικιοθελώς στις υποδείξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Θα χρειαστεί λοιπόν, ένας δέυτερος τόμος αυτού του δίσκου αποκελιστικά με τραγούδια τις πλέον προσαρμοσμένης πρώτης γενιάς και δεύτερης γενιάς που να εκφράζει την σημερινή κατάσταση. Μάλλον ο τίτλος του θα πρέπει να είναι «Επί γης οικείας»» και όχι αλλοτρίας, αλλά αυτή η συζήτηση δεν είναι του παρόντος....
Κλείνουμε λοιπόν την παρένθεση, για να φτάσουμε σε ένα ακόμη αριστούρημα, από εκείνα που κεντούν την καρδιά μας, το τραγούδι: «Ο ίδιος ήλιος,» της Γεωργίας Ηρακλεόυς , ένα ξέσπασμα χαρμολύπης για μια χαμενη πατριδα, συγκεκριμένα την Κερύνεια, που συνδέεται με την σημερινή τοποθεσία της ποιήτριας, διαμέσου της βεβαιότητος της ανατολής του ήλιου. Ίσως αυτή να είναι η κορυφαία στιγμή του δίσκου. Πρόκειται για ένα αξιόλογο τραγούδι με μια μουσική προσέγγιση πολύ διαφορετική από εκείνες που τείνουν προς λαμψιστικές, μανουσομανουσακικές φανφάρες ενώ στην προκειμένη περίπτωση, η ενορχήστρωση ειναι λυτή και πετυχημένη.
Άκρως συνδεδεμένο θεματικά με το τραγούδι της Ηρακλέους, είναι το τραγούδι «Πήρανε τον ήλιο» όπου η νοσταλγική ματιά του αειμνηστου Νίκου Νινολάκη στρέφεται στην απώλεια των φυσικών στοιχείων της Κρήτης. Οι στίχοι –«Η ιστορία έτσι αρχίζει. Στης μνήμης τα θολά νερά/Ατέλειωτα η καρδιά μου αρμενίζει,» είναι από τους πιο βαρυσήμαντους της μεταναστευτικής ποιησης, αποδεικνύοντας ότι η εξορία δεν είναι μια τελεσίδικη κατάσταση, αλλά μία που εξελίσσεται συνεχώς και ίσως αεναώς.
Αντίθετα, στο «Είναι στιγμές» ο Γιώργος Ξυλούρης, ως γνωστόν επίσης Κρητικός, χαίρεται τις στιγμές που η καρδιά πλημμυρίζει από την αγάπη της ζωής και της πορείας της.
Με τις «Πέντε αλογόμυγες» η συλλογή μπαίνει σε θέματα προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων. Το ροκ ύφος χρησιμοποιείται για να εκφραστεί θυμός και απογοήτευση με τους «καθώς πρέπει κύριους» που απαιτούν όλοι να τους μοιάζουν. Οι άνθρωποι αυτοί είναι σαν τις αλογόμυγες που με κάθε ευκαιρία στήνουνε καρτέρι για να «φάνε την ουρά μας». «Εγώ τρελός δεν ήμουνα,» δηλώνει εξαγριωμένος ο Στέλιος Τσιόλας, «τρελλό μ’ έχετε κάνει». Πάλι πιστεύω οτι υπάρχουν δυο πτυχές τουε τραγουδιού αυτού και οτι ειναι περισσότερο ανατρεπτικό από ότι δηλώνει. Εἰναι ο Στέλιος που θέλει να μας τρελάνει, εμάς «και τα κέρατά μας,» όπως λέει για ευλογους πάντα λόγους.
Η Κριστέλλα Δημητρίου φέρνει μια αλλαγή κλίματος με το «Για το Γιάννη», ένα τρυφερό τραγούδι αγάπης που εκφράζει τη λαχτάρα για στοργή: «Θέλω να ξαναγυρίσω στη φιλική σου αγκαλιά για λίγη ζεστασιά, για λίγη ζεστασιά». «Το ρόδι», ένα από τα πιο εντυπωσιακά ποιήματα του Δημήτρη Τσαλουμά και ένα από τα πιο ωραία τραγούδια του μακαρίτη Κώστα Τσικαδέρη, συνεχίζει το θέμα της αγάπης: «Το ρόδι που λιμπίστηκες, αγάπη, αγάπη, χρόνος το δένει ασήκωτος, νερό απ’ το γαίμα πιο ακριβό. Μα στην αυλή μου οι γέροντες το βράδι, βράδι, λένε πως ήταν άπρεπο να θρέψω εγώ τέτοιο καρπό».
Αφού η νύχτα είναι το κύριο φόντο στο Ρόδι, ο Δίσκος συνεχίζει με τον «Ύμνο στη Νύχτα» της Κριστέλλας Δημητρίου. Ύμνος είναι και το επόμενο τραγούδι του Αχιλλέα Γιαγκούλλη «Μια γης.» Υμνείται εδώ η ομορφιά της Κύπρου, αλλά αναγνωρίζεται συνάμα και η τραγωδία της. Με αυτή την τραγωδία καταπιάνεται και το τραγούδι «Mε του καημού τα χείλη»: «Το ’ξερες πως στο πέλαγος μια κόρη είχες χάσει... κι αυτή τραγούδι έπλεξε με νήμα τους αιώνες, τραγούδαγε για λεφτεριά ατέλειωτους χειμώνες.» Το ποίημα τελειώνει με μια συγκινητική έκκληση της κόρης, δηλαδή της Κύπρου, προς τη μάνα: «Ήλιε μου, πες στη μάνα μου με του καημού τα χείλη, τα ναύλα για τη λεφτεριά και μιαν ευχή να στείλει».
Είναι ειρωνικό ότι στα πλαίσια της ανθολογίας το τραγούδι «Τα λόγια είναι δηλητήριο» αντιπροσωπεύει τη συμβίωση της ελληνικής με την αγγλική γλώσσα, καθώς και τη συνύπαρξη των δύο πολιτισμών που αυτές εκφράζουν –καθώς βέβαια και τη συνυπαρξη μέλους με στίχου. Λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις που ακούγονται σ’ αυτό το τραγούδι, είναι πρέπον να τελειώνει η συλλογή με το ορχηστρικό Ο Γαλανογένης, ίσως μια παραποπμή στον Ποσειδώνα ο θυμός του οποίου μας προκάλεσε την μεγάλη μας Οδύσσεια και που χρησιμoποιεί «φωνές» χωρίς λόγια.
Πέραν των τραγουδιών ας πούμε και λίγα λόγια για την μουσική. Πιστέυω ότι μία πετυχημένη μελοποίηση ενός ποιήματος είναι αυτή που όχι αποκλειστικά θα μετεφέρει τα διάφορα νόηματα του ποιήματος στον ακροατή, αλλά ως επί το πλείστον θα κάνει τις λέξεις και τους στίχους πιο προσιτούς. Το Καπνισμένο Τσουκάλι του Ρίτσου, με τη μουσική του Χρήστου Λεοντή, η Ρωμιοσύνη με μουσική του Θεοδωράκη αποτελούν αξιλόλογα παραδείγματα μουσικής δυναμικής, που αποδίδει όχι μόνο το νόημα αλλά και τη μαχητικότητα, την στράτευμένη αποφασιστικότητα των καιρών εκείνων. Είναι μουσική που πηγάζει βαθιά από την ψυχοσύνθεση του έλληνα και γιαυτό και τον αγγίζει, ακόμα και σήμερα. Αναγκαστικά λοιπόν, συγκρίνουμε το παρόν έργο με τις επιτυχιμένες μελοποιήσεις του παρελθόντος.
Δύο είναι τα ερωτήματα που γεννιούνται. Ανταποκρίνεται η μουσική επένδυση πρώτα στο νόημα του ποιήματος και δεύτερον, αν αποτελεί γνήσια έκφραση ενός Ελληνο-Αυστραλιανού χωροχρόνου. Αυτό το δεύτερο είναι ένα δύσκολο ερώτημα –που ίσως δεν μπορεί να απαντηθεί. Εν συγκρίση με τις μελοποιήσεις των ποιημάτων των μεγάλων ποιητών, οι συγκεκριμένες μελοποιήσεις γίνονται σε μία εποχή παγκοσμιοποίησης και μάλιστα σε μία χώρα πολυπολιτισμική που δεν έχει δική της μουσική παράδοση και όπου η μουσική αισθητική των συμπαροίκων είναι ποιικιλόμορφη όσο οι μουσικές εμπνεύσεις που υπαρχουν στη χώρα αυτή.
Στο δίσκο αυτό λοιπόν, συναντούμε ακούσματα από παραδοσική μουσική, ρεμπέτικα, στην περίπτωση μάλιστα των τραγουδιών που επιμελήθηκε ο αείμνηστος Κώστας Τσικαδέρης, συναντούμε μουσικά σχήματα και ακούσματα που αντικατοπτρίζουν πιστά ένα ιδιαίτερο μουσικό κίνημα το οποίο έφτασε στο απόγειο τού στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα και στις αρχές του οδγόντα. Πέραν τούτου, υπάρχει το ρόκ στοιχείο του Στέλιου Τσιόλα, κλασσικά ακούσματα και πολλά άλλα που καθιστούν την ακρόαση του δίσκου μία Οδύσσεια. Καταλήγω λοιπόν στο ότι η μουσική επένδυση πετυχαίνει στο να αποδίδει την πολυπολιτιστική, παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα με τη πληθώρα εμπνεύσεων, που υπάρχει στην Αυστραλία, καθώς και τις τάσεις συντηριτισμού και προσφυγής στο παρελθόν που εκδηλώνονται υποσυνείδητα από Αυστραλο-έλληνες οι οποίοι διαπραγματεύονται την πολτιστική και εθνική τους ταυτότητα. Τώρα το αν η μουσική αυτή αποδίδει το νόημα των στίχων –αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το κρίνει ο καθένας μας ανάλογα με τις μουσικές μας προτιμήσεις. Πάντως στο δίσκο αυτό έχουν δουλέψει καταξιωμένοι καλλιτέχνες της παροικίας μας. Έχω αναφερθεί ήδη στον Κώστα Τσικαδέρη και τον Στέλιο Τσιόλα αλλά επίσης συνεργάζονται άλλοι εξίσου σημαντικοί και ταλαντούχοι μουσικοί όπως ο Γιώργος Ξυλούρης, ο Αργύρης Αργυρόπουλος, ο Αχιλλέας Γιαγκουλής και πάρα πολύ άλλοι. Οι συτντελεστές τις παραγωγής αυτού του δίσκου πραγματικά γράφουν σήμερα ιστορία και θα θυμηθείτε ότι η δουλεία αυτή σίγουρα θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους μελλοντικούς μελετητές.
Κλείνοντας αυτή τη μικρή αναφορά, ήθελα απλώς να σας αφήσω με μία σκέψη, συνδεόμενη με αυτά που προείπα πριν λίγου. Το αν τα τραγούδια αυτά θα περάσουν στο υποσυνείδητο των ελλήνων της αυστραλίας, το αν θα καταφέρουν να μας αγγίξουν δεν είμαστε σε θέση να το κρίνουμε σήμερα. Το μέλλον θα δείξει. Όμως, αν κρίνουμε από παρόμοιες προσπάθεις, όπως η πρόσφατη επιτυχημένη μελοποίηση των ποιημάτων του Νικηφόρου Βρεττάκου, είναι ένα είδος μουσικής που έχει πολλά να προσφέρει και βρίσκει ακόμη λαϊκά ερεισματα. Οπότε, για να μην υπάρχουν μόνο για τους μελετήτές και για τους ιστοσελιδόβιους, τα τραγούδια του δίσκου Ἑπί Γης Αλλότριας, που υπάρχουν όλα στην ιστοσελίδα του Παλυου Ανδρόνικου http://members.iinet.net.au/~andronikos/InAStrangeLand.html , πρέπει να ακουστούν ευρύτατα. Είμαστε σε προνομιούχα θέση εφόσον κατέχουμε τόσες μορφές μέσων μαζικής ενημέρωσης όπου η δουλειά αυτή μπορεί να γίνει ευρύτερα γνωστή. Η δική μας υποχρέωση λοιπόν, είναι να συντελέσουμε στην διάδοση των τραγουδιών αυτών. Κατεβάστε τα από το διαδίκτυο, διαδόστε τα, όσοι έχετε ραδιοφωνικά προγράμματα παρουσιάστε τα και δέστε τα να αγριέυουν και να θεριέυουν στο υποσυνείδητό μας.
Κώστας Καλυμνιός.
<< Home